"Entre Cielo y Tierra"

Was der Alten Gesang von Kindern Gottes geweissagt,
Siehe! wir sind es, wir; Frucht von Hesperien ists!
Wunderbar und genau ists als an Menschen erfüllet,
Glaube, wer es geprüft! aber so vieles geschieht,
Keines wirket, denn wir sind herzlos, Schatten, bis unser
Vater Aether erkannt jeden und allen gehört.
Aber indessen kommt als Fakelschwinger des Höchsten
Sohn, der Syrier, unter die Schatten herab.
Seelige Weise sehns; ein Lächeln aus der gefangnen
Seele leuchtet, dem Licht thauet ihr Auge noch auf.
Sanfter träumet und schläft in Armen der Erde der Titan,
Selbst der neidische, selbst Cerberus trinket und schläft
.

Hölderlin, Brot und Wein



("Lo que el canto de los antepasados predijo de los hijos del Dios,
¡Mira! Nosotros somos, nosotros; ¡es fruto de las Hespérides!
Maravillosa y exactamente se ha cumplido en los hombres,
¡Crea el que lo haya comprobado! Pero tantas cosas suceden,
Ninguna produce efecto, pues somos sin corazón, sombras, hasta que nuestro
Padre Éter haya sido reconocido por cada uno de nosotros y escuchado por todos.
Pero entre tanto viene blandiendo la antorcha del Altísimo
El Hijo, el Sirio, que desciende a las sombras.
Los bienaventurados lo ven; una sonrisa brilla desde la encarcelada
Alma, su ojo se abre todavía a la luz.
Serenamente sueña y duerme en los brazos de la tierra el Titán,
Aún el envidioso, aún Cerbero bebe y duerme.")




Este blog se concibe con el fin de promover un espacio de diálogo y encuentro, más allá, y con independencia, de opciones ideológicas, religiosas o políticas, siempre que éstas no se dirigan expresamente a la destrucción, la de-valuación sistemática o la indignificación de la persona humana.







El objetivo es manifestar, crítica y/o apologéticamente, criterios, ideas, utopías y proyectos en torno a la condición existenciaria propia del ser humano, y de todo el orden temático que de ello deriva, el cual, naturalmente, abarca todo el horizonte de la vida, la acción y el pensar humanos.







Desde la reflexión científica, la indagación filosófica, la proposición teológica, la postura política e ideológica, hasta la más espontánea expresión de la propia experiencia de "ser en el mundo"...toda esta riqueza intrínseca a la dimensión ontológica de la persona humana, constituye un contenido potencial de este blog.







El pensar: crítico y libre.







El criterio: respetuoso y personal.







La verdad: un espacio de experiencia y un camino entre "cielo y tierra", porque entre el origen (que es destino) y el destino (que es origen) habita el hombre, expuesto a sí mismo como duda, como contradicción, como terrenalidad y trascendencia. Se trata de dos dimensiones que constituyen una esencia; dos momentos que se manifiestan, sin embargo, en una prístina unidad. Sólo desde esta dimensión "entre cielo y tierra", consciente de sí a través de la mirada de Dios, puede el hombre comprender, en auténtica profundidad y sentido, su propia existencia.







lunes, 25 de abril de 2011

ΔΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ 10Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΗΠΤΙΑΣ Ι.Ν.ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΡΑΦΗΝΑΣ

ΔΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ 10Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΗΠΤΙΑΣ
Ι.Ν.ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΡΑΦΗΝΑΣ


1. Από το αποστολικό ανάγνωσμα (Προς Εβραίους θ΄, 11-14):
1.1. Ο Χριστός ως μέγας αρχιερεύς προσφέρει την λύτρωση δια του αίματός Του, κατά το πρότυπον της Παλαιάς Διαθήκης, της δι΄αίματος τράγων και μόσχων θυσίας.
1.2. Έπρεπε, κατά την Εβραϊκή νοοτροπία, να ικανοποιηθεί ο Θεός λόγω της παραβιάσεως του δοθέντος τω Μωϋσή παρά Αυτού νόμου. Ο Χριστός είναι ο νέος «τράγος» και ο νέος «μόσχος», εις την έννοια ότι ήρε Αυτός εν εαυτώ τας αμαρτίας του κόσμου (Θ, 14), δηλαδή, ενσωματώθηκε κάπως τις συνέπιες και τις επιπτώσεις της αμαρτίας, δηλαδή, της απαρνήσεως και της απομακρύνσεως από τον Θεόν, (που είναι ο φόβος, η θνησιμότητα, το μίσος, η βία, η εκμετάλλευση, ο πόνος, η ασθένεια σώματος και ψυχής), και συμφιλίωσε ούτως το γένος των ανθρώπων μετά του Θεού. Και τούτο, όχι μάλλον εις την έννοια ότι δεν αγαπούσε πλέον ο Θεός την κτίση Του, ή ότι έπρεπε να χυθεί το αίμα του Δικαίου ώστε να ικανοποιηθεί η οργή του Θεού, όπως ήτο τότε εις την κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης (Θ, 17-22), εφόσον εδώ πρόκειται μόνο για έναν εξηγητικό παραλληλισμό του αγ. Παύλου προς εισαγωγή εις τους Εβραίους του μυστηρίου της αρχιεροσύνης και του Παθών του Χριστού, αλλά εις την έννοια ότι, δεδομένης της εν αμαρτία πεσούσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν υπήρχε μάλιστα άλλη επιλογή δια τον σεβόμενον την ελευθερία του ανθρώπου Θεόν, παρά να αντιμετωπίσει ο Θεάνθρωπος πάσες τις συνέπιες της αμαρτίας, και λογικώς, η θανατηφόρα βία του ανθρώπου κατά του ανθρώπου, αποτελεί μια κατ΄εξοχήν κατάσταση της μεταπτωτικής συνειδήσεως της ανθρωπότητας. Μόνον ο Χριστός ως Θεάνθρωπος δύναται να κάνει αυτό, διότι Αυτός μόνος «εξουσίαν έχει αφηέναι αμαρτίας», τουτέστι έχει την δύναμη να ενώσει πλήρως την ανθρώπινη φύση με την θεϊκή, δηλαδή, να προσανατολίσει πάλι την ανθρώπινη καρδία και τον ανθρώπινο νουν προς τον αληθινό Θεό και να πραγματοποιήσει ούτως την τελεία συμφιλίωση του ανθρωπίνου και του Θείου (Θ. 9-10) εν τω προσώπω Αυτού. Δεν θέλει ο Θεός να «θυσιάσει» τον Υιόν Του για να ικανοποιηθεί δικανικώς λόγω της παραβιάσεως του νόμου: μάλλον εξ αγάπης αποστέλλει τον Υιόν Του για να αναλάβει πλήρως την ανθρώπινη φύση, ούτως ώστε να την ανυψώσει δια θεώσεως εις τα Ουράνια. Τα Πάθη του Χριστού, δηλαδή, η «αιματεκχυσία» που λέει ο Παύλος (Θ, 22), και ο επακόλουθος θάνατός Του, δεν είναι παρά τα λογικά αποτελέσματα της παρουσιάσεως της πλήρους και ενσαρκωθείσης Αληθείας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, στον ημέτερον κόσμο, ο οποίος εν πολλοίς καταδυναστεύεται από την «λογική» του φόβου, του εκβιασμού, της βίας καθώς και της μεταξύ των ανθρώπων ανήλεου σκληρότητας.
2. Από του Ευαγγελίου το ανάγνωσμα (Μαρκ. ι, 32-45): Εν άλλοις, μας παρουσιάζεται η αντίθεση και σύγκρουση μεταξύ της «κατεξουσιαζούσης εκκλησίας» και της «διακονούσης Εκκλησίας». Πρόκειται δια τον πασίγνωστο πειρασμό της εξουσίας εν τη του Θεού Εκκλησία. Το κύρος και η δύναμις της Εκκλησίας πρέπει να πηγάζουν από την μητρική της διάσταση, που προσφέρει και εγγυάται δια των Μυστηρίων την εν αγάπη και πάση θυσία σωτηρία των τέκνων αυτής, και από το μυστικό της Είναι ως Σώματος του Αναστάντος Χριστού. Αυτό ουσιαστικά συνδέεται με τον στόχο της Εκκλησίας: ο στόχος και η δικαιολογία υπάρξεως της Εκκλησίας δεν είναι, κατ΄ουσίαν, το να «διαπαιδαγωγήσει» τους ανθρώπους κατά μια ηθική έννοια, αυτό είναι αποτέλεσμα, όχι κύριος σκοπός. Ο στόχος της Εκκλησίας δεν είναι η κοινωνική υποστήριξη και την κοινωνική καθοδήγηση, και αυτό μπορεί να είναι πρακτικό αποτέλεσμα της περί της ανθρωπίνης φύσεως γνώσεως της Εκκλησίας και της δίψας δικαιοσύνης, αλλά όχι ο κύριος στόχος της. Σε δύο λόγια, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο κατ’ ουσίαν στόχο της Εκκλησίας είναι η πλήρης κατά χάριν θέωσις του ανθρωπίνου όντος, και κατ’ επέκτασιν, το να γίνει ο Θεός «πάντα εν πάσι», δηλαδή, η πλήρης αποκατάσταση της κτίσεως, ήδη ως «καινής κτίσεως». Για αυτό ο Χριστός θέτει καθαρά ως ουσιώδη τρόπο διοικήσεως του εκκλησιαστικού σώματος το πνεύμα της διακονίας, κατά το οποίον «ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος» (ι, 43), εν αντιπαραβολή του πνεύματος της εξουσίας και της καταδυναστεύσεως που επικρατεί εις τους «δοκούντας άρχειν των εθνών» καθώς και εις τους «μεγάλους αυτών» (ι, 42). Τούτο το κυριεύον και κατεξουσιάζον φρόνημα καταδικάσθηκε ρητώς και αποφασιστικώς, όπως ακούσαμεν, υπό του Κυρίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία του ότι μια βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Εκκλησία μας, είναι το πώς θα καταφέρει να ανατινάξει έως του αφανισμού και να ξεφορτωθεί μιας και διά παντός αυτό το αβάσταχτο βάρος της ούτως ειπείν «αυτοκρατορικής» διοργανώσεως των δομών της, προς μίαν πιο κατά το Ευαγγέλιο απαραίτητη τροποποίηση των διοικητικών διαστάσεων αυτής, κατά το σχήμα του «διακονήσαι», και όχι του «εξουσιάσαι», και αυτό εξαιτίας του εσχατολογικού γεγονότος ότι, ως ήδη γνωρίζομε, «Εκκλησία» δεν είναι μόνον οι ιεραί σύνοδοι, οι αρχιερείς, οι ιερείς, αλλά παν το πλήρωμα των εν Χριστώ βαπτισθέντων και εν αγίω Πνεύματι δια του χρίσματος σφραγισθέντων δούλων του Θεού, αυτό το πλήρωμα που ο αγ. Πέτρος κάλεσε «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα» (Α΄ Πέτρου, β’, 9) των εν Χριστώ «προφητών, ιερέων και βασιλείων». Εις την Εκκλησία του Θεού, όλοι ανεξαιρέτως είμαστε εν Χριστώ αδελφοί, κατά τον Παύλο, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ: πάντες γαρ υμίς είς εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28). Όταν λησμονείται αυτό, κοιμούμαστε πνευματικά εις την χώρα της λήθης, χάνομε την έννοια, και αποπροσανατολιζόμαστε.
3. Υπέρ της εορτής της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της Ισαποστόλου: Η αμαρτία και η μετάνοια έναντι του ελέους του Θεού. Αμαρτία εν γένει και κατ’ ουσίαν είναι η εκουσία ή ακουσία απάρνησις και η απομάκρυνσις του ανθρώπου από τον Θεόν. Αυτό προκαλεί μια ψεύτικη αυτονόμηση του ανθρωπίνου όντος, με τις αυτομάτως ακολουθούσες συνέπιες αυτού, δηλαδή, η θνησιμότητα, ο φόβος, η θλίψις, το άγχος, ο πόνος, η ασθένεια, και ούτως καθ’ εξής. Αυτή η κατάστασις όμως δεν είναι απαραίτητο να συνεχίζεται αιωνίως, υπάρχει μια ουσιώδης επίλυσις του «προβλήματος», δηλαδή η μετάνοια. Τι είναι όμως μετάνοια? Δεν είναι ασφαλώς μεταμέλεια (τόσο που ο άγιος Αντώνιος μας λέει ότι «μηδέ μεταμελού επί πράγματι παρελθόντι» (Βλπ. «Το Γεροντικόν», σ. 2). Δεν είναι σύμπλεγμα ενοχής, αυτό κανονικά παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μιας ψυχοπαθολογικής καταστάσεως. Δεν είναι απλή αλλαγή συμπεριφοράς και πράξεων, εφόσον αυτό αφορά μόνον εις το πλέον εξωτερικό μέρος του ανθρώπου, και δεν εγγυάται καθόλου ουσιαστικές μεταλλαγές. Μετάνοια βασικά είναι: ριζική μεταμόρφωση του νου κατά την αλήθεια. Για την μετάνοια προηγείται η αντίληψη της αληθείας, συνοδευομένη από την βαθειά συνειδητοποίηση της πραγματικής πνευματικής καταστάσεώς μας. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική μεταμόρφωση των περιεχομένων της καρδιάς όπως και της δομής και της ψυχολογικής διαστάσεως του νου. Η μετάνοια είναι η αναγνώρισις της αληθείας και η επακόλουθα αλλαγή που προκαλείται στην ψυχή του μετανοούντος. Για αυτό, η μετάνοια οφείλεται εις την αφύπνιση του πνεύματος, όχι στην προσωπική προσπάθεια και κόπο. Η προσπάθεια και ο κόπος έχουν σαν στόχο την αφύπνιση του πνεύματος, μετά η μετάνοια, δηλαδή, η μεταμόρφωση του νου και της καρδίας απλώς συμβαίνει ως εκ των πραγμάτων, ως φυσιολογικό αποτέλεσμα.
Όμως, αυτή η μετάνοια δεν θα είχε καθόλου νόημα εάν δεν προϋπήρχε εξ αρχής το έλεος του Θεού. Τι είναι όμως το έλεος του Θεού? Το έλεος του Θεού δεν είναι παρά η ουσιαστική ενέργεια του Είναι Του εφ’ ημάς, δηλαδή, της απεριορίστου αγάπης του Θεού έναντι του πεπτοκότος ανθρώπου. Δεν είναι μάλιστα ένα συναίσθημα (δεν υπάρχουνε συναισθήματα εις τον Θεόν επειδή εις Αυτόν ουσία και ύπαρξις αποτελούν ακριβώς το ίδιο πράγμα), αλλά είναι ο τρόπος του Είναι του Θεού. «Αγάπη εστί ο Θεός». Και το έλεος του Θεού δεν είναι παρά η συνεχής και ενιαία ενέργεια της ίδιας της ουσίας Αυτού.
Για αυτό, η ουσιώδης έννοια της Μεγάλης Εβδομάδος, δεν είναι διόλου η καλλιέργεια θλιβερών συναισθημάτων, ούτε να εκφράσουμε, όσο ωραίο που δύναται να θεωρείται, τον πόνο και την λίπη μας –την δήθεν συμπόνιά μας- έναντι του σταυρωθέντος Χριστού, αλλά όλο το αντίθετο: η Μεγάλη Εβδομάδα καλεί όλους μας εις την συνέπεια μπροστά στην αλήθεια, εις την ειλικρινή μέριμνα υπέρ των για πολλούς λόγους υποφερόντων, των πτωχών, των αδικουμένων, των σκλαβωμένων –επειδή ακόμη και σκλαβιά ασκείται στον σύγχρονο καθ’ ημάς κόσμο-, στην καθολική και παγκόσμια προσευχή και πνευματική φροντίδα, εις την υπέρβαση και την ακύρωση της αδιαφορίας, εις την ενσυνείδητη συμμετοχή εις την ριζική και θεία ελευθερία που οδήγησε τον Χριστό εις τον σταυρό, εις την άνευ όρων αγάπη, που ανοίγει τας θήρας παραδείσου, δηλαδή, της πλήρους ενώσεως με τον Θεό, και δια αυτού, με τον σύμπαντα κόσμο… Αυτό είναι το δύσκολο. Εάν κάνουμε πνευματικές θυσίες δια αυτό είναι, εάν κάνουμε την νηστεία, δια αυτό είναι, εάν πλησιάσουμε τα μυστήρια της Εκκλησίας, δια αυτό είναι. Ούτε οι θυσίες, ούτε οι νηστείες, ούτε τα μυστήρια είναι αυτοτελή: ο σκοπός και ο στόχος όλων τούτων είναι όμως σαφείς: η ενότητα με τον Θεό, η ολοκλήρωση του είναι μας (εις την επανένωση εικόνας και ομοιώσεως), και το να γίνει ο Θεός πάντοτε «τα πάντα εν πάσι».
Π. Αθανάσιος Γιάννες
Ραφήνα,
Ελλάς,
9 Απριλίου του 2011.



ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ι.Ν.ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΡΑΦΗΝΑ

Ι.

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ι.Ν.ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΡΑΦΗΝΑΣ

Περατωθείσης δε της αγίας περιόδου της Τεσσαρακοστής, και ήδη εισερχόμενοι στα φοβερά μυστήρια της Μεγάλης Εβδομάδος προτού να εορτάσουμε πάλιν την Αγία Ανάσταση του Ιησού Χριστού, θα κάνουμε εν κατά το δυνατόν συντομία μια βασική μελέτη περί των μεγάλων γεγονότων τούτων, που αποτελούν το κέντρο της εκκλησιαστικής και πνευματικής μας ζωής αυτό το διάστημα, δηλαδή, των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού, με βάση το σημαντικότατο κείμενο του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, το λεγόμενο «Κατηχητικό Λόγο».
Με αυτό τον σκοπό, θα διαβάσουμε τον «Κατηχητικό Λόγο» σε τρία μέρη, δεν είναι βεβαίως το κείμενο καθ’ εαυτό έτσι διαιρημένο, αλλά το κάνουμε εμείς απλώς δια λόγους οργανώσεως και διευκολύνσεως.

Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως.
Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον.
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω• και γάρ ουδέν ζημειούται.
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.

Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα• φιλότιμος γάρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον• αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης• και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει• κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται• και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται• και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί.


1. Ο αγ. Χρυσόστομος χαρακτηρίζει εδώ τον Θεόν (δεν το λέει αλλά συμπεραίνεται εύκολα από και το γράμμα και από το πνεύμα του κειμένου:
1.1. Ως «άδικο», κατά βέβαια την «ανθρώπινη δικαιοσύνη».
1.2. Ως αγάπη, και όχι ως τιμωρία,
1.3. Ως λυτρωτή, και όχι ως εκδικητή,
1.4. Ως αληθινό πατέρα, και όχι ως δικαστή.
1.5. Τι σχέση θα έχει όμως αυτό με τα Πάθη του Χριστού? Είναι οφθαλμοφανές ότι, όντας έτσι ο Θεός κατ΄ουσίαν αγάπη και επιδεκτικότητα, πρέπει να αλλάξη ριζικώς τον «τραγικό» τρόπο ερμηνείας των Αγίων Παθών, και της Αναστάσεως.
1.6. Εκ τούτων, δύναται να καταλάβουμε ότι τα Πάθη του Χριστού δεν είναι «τιμωρία» του Θεού λόγω της ανυπακοής της ανθρωπότητας, αλλά λογικό αποτέλεσμα της «αμαρτωλής λογικής» της ανθρώπινης κοινωνίας.
1.7. Ο ίδιος ο θάνατος του Θεανθρώπου δεν είναι ούτε και αυτός «τιμωρία» του Θεού λόγω της αμαρτίας, ούτε «θυσία του δικαίου υπέρ του αμαρτωλού λαού», στην έννοια ότι «δια την «δικανική» ικανοποίηση του Θεού Πατρός έπρεπε κατ’ ανάγκη να υποστεί τον βασανιστικό θάνατο ο Υιός Αυτού», αλλά απλώς αναπόφευκτος συνέπεια της σκληρής και «αυτοαμυντικής» (αυτοάμυνας) αντιδράσεως που προκαλέσανε, στον τότε ήδη πολύ εσωστρεφή και πνευματικώς αγκυλωμένον κόσμο των Ιουδαίων, η φύσις των πράξεων και των λόγων του Χριστού, και εν γένει της ριζικής προσωπικής και κοινωνικής μεταμορφώσεως που σημαίνει η ενσαρκωμένη παρουσία του.
1.8. Τα Πάθη του Χριστού είναι ενδεικτικά της αμετρήτου αγάπης και, στα λόγια του αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, της «αβύσσου της ευσπλαχνίας» του Θεού, ποτέ ο καρπός της οργής του Θεού, ούτε η «δικαία τιμωρία» που «αξίζει» η αμαρτήσασα ανθρωπότητα, εφαρμοσθείσα αντικαταστατικώς στο θείο Πρόσωπο του Υιού αυτού.
1.1. Δια αυτό, το θέαμα όμως του σταυρωθέντος Χριστού αποκτούν μια εντελώς διαφορετική διάσταση. Γίνονται δηλαδή:
2.2.3. - αιτία πνευματικής αφυπνίσεως, καθώς δια αυτού καταλαβαίνουμε ότι καλλιεργούμε μια πολύ διεστραμμένη, διεφθαρμένη, εκμεταλλευτική και εθιστική σχέση και επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας, μία σχέση που σκοτώνει την ελευθερία και την ωρίμανση του πνεύματος, και προωθεί την υποτέλεια, την πλήρη καθυπόταξη του πλησίον εις τα εγωιστικά συμφέροντά μας.
2.2.4. - αιτία χαράς και αγαλλιάσεως, θαυμασμού και ευχαριστίας, και όχι θλίψεως, λύπης και στεναγμού, επειδή έχουμε τον Λυτρωτή τον μέγιστον, και πράγματι όπου «περιέσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Παύλος),
2.2.5. - αιτία ελπίδος και υψίστης προσδοκίας, επειδή ήρας τας αμαρτίας μας ο Χριστός, σύναψε πλήρως και εξ ολοκλήρου την φύση μας με την θεία φύση, και ούτω μας άνοιξε τας θύρας της τελείας θεώσεως του είναι μας. Για αυτό, έμπροσθεν του νοερού θεάματος του Χριστού επί του σταυρού, ο αγ. Χρυσόστομος τον αποκαλεί: «ο Βασιλεύς της Δόξης».

<b>Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών• και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε• εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε• νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως• πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν• εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα• συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον• ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος.


ΙΙ.
Ουσιαστικώς, ο άγ. Ιωάννης περιγράφει εδώ τις ιδιότητες των εσχάτων καιρών, δηλαδή, της «καινής κτίσεως», κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου, που εγκαινιάσθηκε ήδη βεβαίως με την Ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, και εκπληρούται με την αγία Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού: κατάργηση του Θανάτου, πλήρης κοινωνική συμφιλίωση, ακύρωση του πόνου και της πενίας, πλήρης άφεσις πταισμάτων και αμαρτιών, όλο παρουσία του αναστάντος Χριστού, και, πολύ συμαντικό, «εφάνη γαρ κοινή βασιλεία», το οποίο σημαίνει ότι ο νέος χρόνος αποτελεί τον καιρό της σωτηρίας πάντων των ανθρώπων, δηλαδή, ήδη, έστω κατ’ ουσίαν, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη και ριζοσπαστική μεταλλαγή, μια ουσιώδης μεταμόρφωση του είναι του κόσμου, και ο απλός «ημερολογιακός χρόνος», σ’ αυτόν που καθημερινώς ζούμε, μεταβλήθηκε σε εσχατολογικό χρόνο, σε άλλα λόγια, από την Ανάσταση και πέραν, και η φύσις και η ανθρώπινη ύπαρξη πλημμυρίζουν από «θεανθρωπότητα», προσανατολίζονται έσωθεν προς την μορφή του αναστάντος Χριστού, και δεν πελαγώνει πλέον, πάντοτε κατά την ουσία, στην αντίφαση του ένστικτου και του νοητού, της ανάγκης και της ελευθερίας, του «εγώ» και του «εμείς». Μπορούμε να ρωτήσουμε: Γιατί όμως δεν είναι αυτό ό, τι αντικρίζω στον κόσμο, στην ζωή μου, στην πραγματικότητα? Δεν θα προσπαθήσουμε βέβαια να απαντήσουμε αυτή την ερώτηση τώρα, απλώς θα πούμε ότι εξαρτάται εάν το βλέμμα μας είναι το βλέμμα της μέδουσας που απολιθώνει και παραλύει, η του Οδυσσέως, που επικεντρώνεται –μέσα στις περιπέτειές του- στο ταυτοχρόνως έσχατον και παρόν: την αγάπη του και την πατρίδα. Λόγω των προηγουμένων, και εν σχέσει προς την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού, μπορούμε να πούμε ότι:
1. η Ανάστασις είναι η τελεία κατάργηση του θανάτου, του φυσικού (του σώματος) και του πνευματικού (της λήθης του Θεού), δηλαδή, των φοβερών επιπτώσεων της αμαρτίας. Αλλά όχι μόνο, είναι και η συμπλήρωση του πρωταρχικού σχεδίου του Θεού, του να γίνει ο Θεός «τα πάντα εν πάσι» (Παύλος).
2. Εις την Ανάσταση, «Χριστοποιείται» όλος ο κόσμος, πάσα η κτίσις. Δηλαδή, η ολότητα της δημιουργίας του Θεού αποκαθίσταται δια του ιδίου του Λόγου του Θεού, «δι’ ού τα πάντα εγένετο». Η Ανάστασις δεν είναι «μελλοντικό γεγονός», ήρχισε ήδη, ισχύει τώρα, είναι παρών καιρός, ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αποτελεί τον καινόν χρόνον της καινής κτίσεως, δηλαδή, τον εσχατολογικό χρόνο, τον καιρόν της σωτηρίας.
3. Ως εσχατολογικό γεγονός, η Ανάστασις δεν είναι απλώς «το αντίθετο» του θανάτου, κάποιο συμβάν που μπορεί να ελαχιστοποιηθεί στην διάσταση των αρνητικών όρων, αλλά αποτελεί πλήρη ανάκτησι του ανθρώπου ως «εικόνας και ομοιώσεως» του Θεού, αποτελεί πλήρη συμφιλίωση μεταξύ του «κατ’ ουσίαν είναι» και του «εδώ υπάρχειν», δηλαδή, άμεση ένωση του ανθρωπίνου με το θείον, κατά την πρωταρχική αδαμιαία διάσταση, όπου στον νουν του ανθρώπου επιφαινόταν και ο νους του Θεού, και στον λόγο του ανθρώπου ομιλούσε και ο Λόγος του Θεού: έτσι, Ανάστασις είναι πλήρης αποκατάστασις πάσης της κτίσεως (βλ. Αναφορά στον αγ. Γρηγόριο Νύσσης, Π.Ε., «Η Ορθοδοξία», σ. 446),
4. Η Ανάστασις είναι ενσωμάτωση πάσης πραγματικότητας στο μυστήριο της οντολογικής (επι)κοινωνίας του τριαδικού Όντος, είναι χριστοποίηση του σύμπαντος κόσμου (βλ. Π. Ε., «Η Ορθοδοξία», σ. 438).

Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν• ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.

Επικράνθη• και γάρ κατηργήθη.
Επικράνθη• και γάρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη•και γάρ ενεκρώθη.
Επικράνθη•και γάρ καθηρέθη.
Επικράνθη•και γάρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον;
Πού σου, άδη, το νίκος;
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Εδώ ο άγ. αναφέρεται στο κύριο αίτιο της χαράς και της λυτρώσεώς μας: δηλαδή, την κατάργηση του θανάτω, «θανάτω θάνατον πατήσας». Νικήθηκε ο Άδης, δηλαδή, η ίδια η θνησιμότητα που εισήλθε στον κόσμο λόγω αμαρτίας, ακυρώνεται και καταργείται. Και θάνατος, το ξέρουμε, δεν είναι μόνον παύση αναπνοής και αποσύνθεση του σώματος: θάνατος είναι, στην ουσία, η διάλυση του Καλού, η άγνοια της αληθείας, η λήθη της αληθινής φύσεως του ανθρώπου και του κόσμου. Δια τούτο, κλίνει ο άγ. Ιωάννης τον λόγο του αναφερόμενο στην νίκη του Χριστού επί του θανάτου, επειδή ο θάνατος (ο Άδης, η ίδια η κόλαση), δεν είναι παρά η πλήρης διαίρεσης, η έλλειψις επικοινωνίας, το απρόσωπον σαν κανόνας των σχέσεων των αποξενωμένων δυστυχώς μεταξύ τους προσώπων.
5. Εις μία επιστολή του, ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ως άνθρωπος της εποχής του, προτείνει να μην αποκαλυφθεί «εις τον όχλον» την «άβυσσον της ευσπλαχνίας του Θεού» (βλπ. Π. Ε. «Η Ορθοδοξία», σ. 446), ίσως όμως ήλθε η ώρα, αυτή η άβυσσος της αγάπης και του ελέους του Θεού να παρουσιασθεί ως «λυχνία επί του όρους», μπροστά στα μάτια του σύμπαντος κόσμου, διότι, και αυτή είναι για μας τους Χριστιανούς, καθώς και για όλους, η «Ευ-Αγγελία», δηλαδή τα καλά νέα του Θεού: «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν, μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ού γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμον δι’ αυτού….» (Ιω. Γ ). Οριστικώς, το απόλυτο κίνητρο για την κάθε ενέργεια του Θεού είναι η τελεία αγάπη, και για αυτό δεν χωράει πλέον ο φόβος και η καχυποψία έναντι του Θεού: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Ιω. Α΄ Επ.) .
6. Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το πνεύμα αυτού του Κατηχητικού Λόγου του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Άγιος διδάσκει περί σωτηρίας, ελέους, μακροθυμίας και απείρου ευσπλαχνίας του Θεού. Καλεί προς την πνευματική προσέγγιση εις τον Θεό, με εμπιστοσύνη, χαρά, ευγνωμοσύνη, αποφασιστικότητα, και, πάν’ απ’ όλα, με την υψηλή προσδοκία της αιωνίου ζωής, της προσωπικής καθώς και γενικής αποκαταστάσεως στην αξιοπρέπεια και το κάλλος που μας αξίζει ως πλάσματα «κατ’ εικόναν και ομοίωσιν του Θεού».
7. Όμως, μπορούμε εδώ να διερωτόμαστε ειλικρινώς: το πιστεύουμε πράγματι αυτό? Αισθανόμαστε ήδη, πρακτικά και ειλικρινά, τον θάνατον «καταργηθέντα» και τον διάβολον «καταπατημένο»? Μπορούμε εμείς να εκφωνήσουμε μαζί του αγ. Παύλου και του αγ. Ιωάννου: «Πού σού, θάνατε, τό κέντρον? Πού σού, άδη, τό νίκος?»? Μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε την ακατάπαυστο δράση του Αγίου Πνεύματος και την συνεχή παρουσία του Χριστού («και εγώ συν υμίν έσομαι πασάς τας ημέρας της ζωής ημών») εν τω κόσμω τούτω? Μπορούμε να βιώσουμε εδώ και τώρα την χαρά του εν ημίν και μεταξύ ημών πραγματοποιηθέντος μεν –ακόμη μη πληρωθέντος δε- Οίκου του Θεού? Απορώ.
8. Για αυτό χρειάζεται προσήλωση, συγκέντρωση, εγρήγορση, εσωτερική σιωπή (δηλαδή, να μην κρίνουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τον συνάνθρωπό μας, επειδή η κρίση δράττει σαν παρεμβολή στην πνευματική μας αντίληψη της αληθείας), πρέπει, τέλος, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον θησαυρό μας, πρέπει να τον ελευθερώσουμε μέσα μας με χειρουργική σχεδόν ακρίβεια από πολλά επιπρόσθετα και πολλούς αυτοματισμούς –συνήθειες, εντελώς άβατες και υποκειμενικές ερμηνείες και απολυτοποιήσεις, ψυχολογικούς φόβους, άλογες ή μάλλον παράλογες προκαταλήψεις, και ούτως καθ’ εξής-, τα οποία είναι ουσιαστικώς άχρηστα, επιπόλαια, και παρεμποδιστικά μάλιστα, ώστε να προσανατολισθεί εις τον ζώντα θησαυρό, που είναι ο ίδιος ο Χριστός-, ελεύθερη, αυθόρμητη και αυθεντική (δηλαδή, ούσα αύτη πράγματι αυτή καθ’ εαυτήν), και να κατοικεί εν Κυρίω αναπαυόμενη, η καρδία μας.
Σας εύχομαι όλους Σας Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!
Πρεσβ. Αθανάσιος Ιντι Γιάννες-Φερνάντεζ.
Ραφήνα, Αττικής
Ελλάς
16ην Απριλίου, 2011.